Η Ελληνική κυβέρνηση αυτή τη φορά κατανοώντας τα λάθη του
παρελθόντος, έχει κρατήσει στα πλαίσια των διαπραγματεύσεων με τους δανειστές
ένα πιο ήπιο προφίλ. Σε μια προσπάθεια να κατανοηθούν τα διάφορα σενάρια που
δημοσιεύονται από ποικίλες πηγές, καθώς και να καταγραφούν οι διαφορετικές
εκδοχές για την πορεία του ελληνικού χρέους, παρακάτω ακολουθούν τα
επικρατέστερα δημοσιεύματα.
Στα σενάρια
βιωσιμότητας του χρέους που έχουν συντάξει το Συμβούλιο Οικονομικών
Εμπειρογνωμόνων και ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους στη βάση υποθέσεων
που έχει κάνει και ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ESM), και τα οποία
παρουσίασε το Νοέμβριο του 2016 ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Γιώργος
Χουλιαράκης στην υποεπιτροπή της Διαρκούς Επιτροπής Οικονομικών Υποθέσεων της
Βουλής με θέμα το χρέος, γίνεται αναφορά για ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα
ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), ενώ παράλληλα
εκτιμήθηκε πως η απόφαση του Eurogroup της 25ης Μαΐου είναι συμβατή με
χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα.
Η βιωσιμότητα του
χρέους επομένως κρίνεται από τους ρυθμούς μεγέθυνσης του Ακαθάριστου Εγχώριου
Προϊόντος (ΑΕΠ) σε σταθερές τιμές, από το ύψος των ονομαστικών επιτοκίων
δανεισμού από τις αγορές, από το ύψος του πληθωρισμού και το ύψος των
πρωτογενών πλεονασμάτων. Έτσι, η βιωσιμότητα κρίνεται σε σχέση με τον δείκτη
των ακαθάριστων αναγκών εξυπηρέτησης του χρέους και ειδικότερα από το εάν οι
δαπάνες για τοκοχρεολύσια θα ξεπερνούν το 15% του ΑΕΠ έως το 2030 και το 20%
του ΑΕΠ μετά τα μέσα του 2030. Το βασικό σενάριο του ESM το οποίο προβλέπει
μέση ανάπτυξη 3.3% του ΑΕΠ και πρωτογενή πλεονάσματα 3.5% του ΑΕΠ έως το 2028,
το κατώφλι του 15% του ΑΕΠ για το ύψος των δαπανών των τοκοχρεολυσίων το
ξεπερνούμε το 2030-2032, χωρίς να υπάρξει καμία παρέμβαση στο χρέος. Όμως, αν
τα πρωτογενή πλεονάσματα μειωθούν στο 2.5% του ΑΕΠ από το 2019 η βιωσιμότητα
του χρέους, το όριο του 15% χάνεται ήδη από το 2025.
Από την πλευρά της
η Τράπεζα Πειραιώς, παρουσίασε εντός του Δεκεμβρίου σενάρια βιωσιμότητας που
βασίζονται σε μια σύνθεση παραδοχών που έχουν καταγραφεί σε κείμενα είτε του
ΔΝΤ είτε του ESM. Πιο συγκεκριμένα ότι:
- Η ελληνική οικονομία βραχυπρόθεσμα θα αναπτύσσεται με
ρυθμούς από 2.5% έως 3% ενώ μακροπρόθεσμα κοντά στο 1.2%.
- Κατά συνέπεια το 2060 το ονομαστικό ΑΕΠ θα ανέρχεται στα
€728 δισ. ενώ το πραγματικό σε €336 δισ..
- Τα πρωτογενή πλεονάσματα διατηρούνται στο 3.5% έως το 2029
ενώ στη συνέχεια μειώνονται σταδιακά στο 1.5%.
- Χωρίς παρεμβάσεις και με την υπόθεση ότι η Ελλάδα μπορεί
και χρηματοδοτείται από τις αγορές με επιτόκιο 5% και από τον ESM με επιτόκιο
3.3%, το ελληνικό χρέος το 2060 θα ανέρχεται σε 165% του ΑΕΠ δηλαδή σε €1.2
τρισ..
- Με βάση την υπόθεση ότι σταδιακά μέχρι το 2060 το τμήμα
του χρέους που ωριμάζει θα χρηματοδοτείται με επιτόκια αγοράς οι ακαθάριστες
χρηματοδοτικές ανάγκες αναμένεται μεσοπρόθεσμα να ξεπεράσουν το 15% του ΑΕΠ
(συμπερ. εντόκων γραμματίων) και θα ανέλθουν σε επίπεδα πάνω από 20%
μακροπρόθεσμα φτάνοντας το 2060 κοντά στο 25%.
Ακολούθως λοιπόν,
τα τρία εναλλακτικά σενάρια που κατέληξε η τράπεζα είναι:
α) Εάν υπάρχει μια μικρή επιμήκυνση του χρέους κατά 4 χρόνια
τότε το χρέος (ως % του ΑΕΠ) θα διαμορφωθεί το 2060 σε 162.2%, δηλαδή μια
οριακή βελτίωση κατά 2.8% έναντι του βασικού σεναρίου.
β) Εάν ταυτόχρονα υπάρχει και μετατροπή χρέους ESM/EFSF
ύψους €42 δισ. σε σταθερού επιτοκίου, με υποθετικό επιτόκιο 1.25%, τότε το
χρέος καταλήγει στο 151% του ΑΕΠ.
γ) Εάν το χρέος που θα μετατραπεί σε σταθερού επιτοκίου
ανέρχεται σε €120 δισ. (με σταθερό επιτόκιο 1.25%) τότε το χρέος το 2060 περιορίζεται
στο 132.6% του ΑΕΠ (βελτίωση κατά 32.4% έναντι βασικού σεναρίου), δηλαδή στα
€966 δισ..
Σε κάθε περίπτωση,
το μίγμα πολιτικής σε αυτό το σημείο που βρίσκεται η χώρα περιλαμβάνει
επιπρόσθετες θυσίες από τους φορολογούμενους πολίτες, ενώ πιθανές υπερβάσεις
στόχων όπως αυτή που δημοσιοποιήθηκε σήμερα με το πρωτογενές πλεόνασμα του
προϋπολογισμού στο 11μηνο Ιανουαρίου - Νοεμβρίου, το οποίο σύμφωνα με τα
προσωρινά στοιχεία άγγιξε τα 7.5 δισ. ευρώ υπερβαίνοντας κατά 3.89 δισ. ευρώ
τον αναθεωρημένο στόχο του προϋπολογισμού, είναι ίσως πρόσκαιρες. Οι όροι που
έχουν τεθεί στα μνημόνια δε γίνεται να καλυφθούν, και για αυτό το λόγο για
ακόμα μία φορά οι διαπραγματεύσεις καθυστερούν τόσο σε χρόνο.
0 comments:
Post a Comment