Σύμφωνα με πρόσφατο δελτίο τύπου της Εθνικής Τράπεζας,
ενάμιση χρόνο μετά την επιβολή των κεφαλαιακών ελέγχων, οι Μικρομεσαίες
Επιχειρήσεις (ΜμΕ) δείχνουν να έχουν υιοθετήσει διαδικασίες που τους επιτρέπουν
να λειτουργούν υπό την παρουσία των περιορισμών αυτών.
Πιο συγκεκριμένα,
τη μελέτη συνέταξε η Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας, η
οποία εστιάζει στην επίδραση της χρονικής διάρκειας διατήρησης των ελέγχων για
το βάθος των συνεπειών τους, και κυρίως στη σκιαγράφηση της επόμενης ημέρας
μετά την άρση τους που εκτιμάται ότι θα απελευθερώσει σημαντική αναπτυξιακή
δυναμική.
Σε δείγμα 1,200
επιχειρήσεων, οι ΜμΕ σε ποσοστό 39% δηλώνουν ότι πλέον δεν αντιμετωπίζουν
πρόβλημα στη λειτουργία τους, σε αντίθεση με μόλις 5% κατά το πρώτο εξάμηνο της
επιβολής του μέτρου από την τότε κυβέρνηση. Όμως, η μελέτη παράλληλα τονίζει
ότι η διατήρηση των κεφαλαιακών ελέγχων για μακρύ χρονικό διάστημα αυξάνει
εκθετικά το χρόνο επαναφοράς στην κανονικότητα μετά την άρση τους.
Χαρακτηριστικά, ήδη το 34% του τομέα έχει προχωρήσει σε ακύρωση επενδύσεων,
γεγονός καταστροφικό στα πλαίσια της οικονομικής επίπτωσης που αυτό επιφέρει
στην Ελληνική επιχειρηματικότητα.
Την ίδια στιγμή, οι
επιχειρηματίες όλων των κλάδων δηλώνουν βάσει της μελέτης ότι όταν αρθούν οι
κεφαλαιακοί έλεγχοι θα διατηρήσουν την ψυχραιμία τους, και δε θα αντιδράσουν
αρνητικά ως προς το ύψος των καταθέσεων, ενώ παράλληλα, οι
"παγωμένες" επενδύσεις που αναμένεται να προχωρήσουν εκτιμώνται σε
ένα (1) δισ. ευρώ σε ετήσια βάση. Ωστόσο, πρέπει να αναφερθεί πως η μελέτη
αφορά την αντίδραση των ΜμΕ, και όχι των απλών καταθετών - πολιτών. Έτσι, είναι
πολύ πιθανό, το κράτος να προχωρήσει σε ελαφρύνσεις του μέτρου, αλλά μόνο όσον
αφορά το πλαίσιο περιορισμών και κανόνων των επιχειρήσεων, με σκοπό να μειωθεί
το ρίσκο νέων μαζικών εκροών καταθέσεων από το τραπεζικό σύστημα.
Τέλος, σύμφωνα με
τις προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος για την ελληνική οικονομία, αναμένεται
ανάκαμψη της δραστηριότητας η οποία ξεκινά από το β' εξάμηνο του 2016 και συνεχίζεται,
επιταχυνόμενη, στα έτη 2017, 2018 και 2019. Εφόσον δηλαδή οι διαπραγματεύσεις
δεν προκαλέσουν κάποια σημαντική για την οικονομία αρνητική εξέλιξη, τότε το
κράτος θα μπορέσει να σταθεροποιήσει την κατάσταση, και στη συνέχεια να
ομαλύνει έστω και οριακά την οξύτατη οικονομική ύφεση. Ενδεικτική είναι η
βελτίωση του "διαρθρωτικού" πρωτογενούς δημοσιονομικού αποτελέσματος
την περίοδο 2009-2015 κατά 17% του δυνητικού ΑΕΠ, η οποία ήταν διπλάσια από την
προσαρμογή που πέτυχαν άλλα κράτη-μέλη τα οποία εφάρμοσαν προγράμματα των
ΕΕ-ΔΝΤ.
0 comments:
Post a Comment