Στην πολιτική επιστήμη, ο νόμος του Duverger υποστηρίζει ότι οι εκλογές που
έχουν βάση τον πλουραλισμό είναι διαρθρωμένες έτσι ώστε να ευνοούν ένα σύστημα
δύο πολιτικών κομμάτων. Από την άλλη πλευρά, το σύστημα διπλής πλειοψηφίας ή
αυτό της αναλογικής εκπροσώπησης τείνουν να ευνοούν περισσότερους πολιτικούς
σχεδιασμούς.
Ο Γάλλος κοινωνιολόγος Maurice Duverger (1917-2014), παρατήρησε τα αποτελέσματα εκλογών και τα κατέγραψε σε αρκετές δημοσιεύσεις κατά τη δεκαετία του 1950 και του 1960. Ο νόμος του Duverger, όπως ονομάστηκε, βασίζεται σε
ένα πρότυπο με βάση το οποίο ένα σύστημα αναλογικής εκπροσώπησης δημιουργεί
εκλογικές συνθήκες που προωθούν την ανάπτυξη πολλών κομμάτων, ενώ ένα σύστημα
πλουραλισμού περιθωριοποιεί τα μικρότερα πολιτικά κόμματα, οδηγώντας γενικά σε
ένα σύστημα δύο πλευρών (δύο κομμάτων).
Πλουραλισμός στην πολιτική ονομάζεται η αρχή κατά την οποία βουλευτές
και κόμματα διαφορετικών πολιτικών πεποιθήσεων μπορούν να συμβιώνουν αρμονικά
σε μία βουλή και κυβέρνηση, διατηρώντας τα ιδιαίτερα γνωρίσματα τους, έχοντας
παράλληλα τη δυνατότητα να εκφράζονται όλες οι απόψεις ελεύθερα σχετικά με ένα
ζήτημα.
Στην πράξη, οι περισσότερες χώρες που εφαρμόζουν το σύστημα του
πλουραλισμού, έχουν περισσότερα από δύο κόμματα στα κοινοβούλιά τους, παρά το
γεγονός ότι εκτός της κυβέρνησης και της αξιωματικής αντιπολίτευσης τα υπόλοιπα
κόμματα έχουν πολύ μικρότερη παρουσία.
Η ύπαρξη δύο κύριων πόλων στην πολιτική σκηνή εξυπηρετεί τη μη ύπαρξη ακυβερνησίας, σε βαθμό που οι πολιτικοί μίας χώρας αδυνατούν να συμπορευτούν για ένα κοινό στόχο. Για να αντιμετωπιστούν επομένως οι καταστάσεις στα κοινοβουλευτικά συστήματα όπου δεν υπάρχει σαφής πλειοψηφία για τη στήριξη μίας κυβέρνησης, δύο ή περισσότερα κόμματα μπορούν να ιδρύσουν μία επίσημη κυβέρνηση συνασπισμού, η οποία θα διοικείται από σαφή πλειοψηφία των βουλευτών.
Στις δημοκρατίες το πρώτο κόμμα, λαμβάνει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης,
και έχει τον πρώτο λόγο δημιουργίας κυβερνητικού συνασπισμού. Αν αποτύχει, τότε
το επόμενο σε δύναμη πολιτικό κόμμα λαμβάνει την εντολή αυτή.
Μία μειοψηφική κυβέρνηση τείνει να είναι πολύ λιγότερο σταθερή από μία
κυβέρνηση της πλειοψηφίας, είτε αυτή αποτελείται από ένα ή περισσότερα κόμματα,
διότι οι αντίπαλοι βουλευτές έχουν την απαιτούμενη κοινοβουλευτική πλειοψηφία
ώστε να ψηφίσουν κατά της νομοθεσίας ή ακόμη και να διαλύσουν την κυβέρνηση με
ψήφο μη εμπιστοσύνης.
Σήμερα, οι κυβερνήσεις σε ολόκληρο τον κόσμο με ποσοστό μικρότερο του 50% είναι μόλις επτά (7), αφού όλες οι κυβερνήσεις είτε ως ένα κόμμα είτε με σύμπραξη και άλλων κομμάτων καταλαμβάνουν την πλειοψηφία των κοινοβουλευτικών εδρών. Οι χώρες με κυβερνήσεις μειοψηφίας είναι οι Αργεντινή, Αυστρία, Χιλή, Κύπρος, Κόσοβο, Ν. Κορέα, και το Ηνωμένο Βασίλειο (οριακά κάτω του 50%).
Η ιστορία έχει αποδείξει και στην Ελλάδα ότι η απλή αναλογική δε μπορεί
να λειτουργήσει όσο οι πολιτικοί αδυνατούν να συμμορφωθούν σε κανόνες κοινής
λογικής και συμπεριφοράς. Τα συμφέροντα είναι μεγαλύτερα της κοινωνικής κοινής
ανάπτυξης. Οι πρώτες εκλογές με απλή αναλογική έγιναν το 1926 με πρωτοβουλία
του τότε πρωθυπουργού Γεωργίου Κονδύλη, ωστόσο τα 13 κόμματα που εισήλθαν στη
βουλή δε μπόρεσαν ποτέ να σχηματίσουν κυβέρνηση.
Δύο (2) έτη αργότερα, ο Ελευθέριος Βενιζέλος αντιλήφθηκε ότι απλή
αναλογική δε μπορεί να εφαρμοστεί, και συνεπώς πρότεινε την παραλλαγή του
συστήματος για τη δημιουργία πλειοψηφίας. Ακολούθως, σχημάτισε μετά από εκλογές
κυβέρνηση, όπου και παρέμεινε έως το 1932. Τότε, το σύστημα της απλής
αναλογικής διαίρεσε και πάλι τη βουλή με τέτοιο τρόπο που ήταν αδύνατο να
σχηματιστεί κυβέρνηση, οδηγώντας σε αλλεπάλληλες εκλογές.
0 comments:
Post a Comment