Μελετώντας το ασφαλιστικό σύστημα της Ελλάδας, αυτό δεν απέχει
δραματικά από τα συστήματα άλλων μεγάλων κρατών. Αυτό ωστόσο που έχει διαφορά,
είναι ότι στην Ελλάδα η κατανάλωση του δημοσίου χρήματος γίνεται με τέτοιο
τρόπο ώστε η αξία του είναι κατά πολύ μικρότερη σε σύγκριση με τις τελικές
παροχές σε άλλα κράτη.
Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) που συντάχθηκε το 2017, η γήρανση του παγκόσμιου πληθυσμού και η οικονομική βιωσιμότητα ανά χώρα έχουν δημιουργήσει πιέσεις στους φορείς χάραξης πολιτικής να αυξήσουν την ηλικία συνταξιοδότησης.
Σήμερα, σχεδόν σε όλες τις χώρες του κόσμου κυμαίνεται μεταξύ 65 και 68 έτη. Στο μέλλον, αυτό πιθανότατα να ξεπεράσει και τα 70 έτη, όπως για παράδειγμα στη Δανία όπου αναμένεται να φθάσει τα 74 έτη ως όριο συνταξιοδότησης. Αυτό που έχει σημασία επομένως, είναι να δούμε τη σημερινή εικόνα των ασφαλιστικών συστημάτων στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες του κόσμου.
Η βασική σύνταξη (basic pension), χωρίζεται σε δύο επιμέρους τμήματα. Το ένα αφορά μία σύνταξη που
λαμβάνουν όλοι από μία ηλικία και έπειτα ανεξάρτητα από τη συνεισφορά τους στα
ταμεία, ενώ μερικές χώρες έχουν και κριτήρια εντοπιότητας. Το άλλο μέρος αφορά
μία σύνταξη ανταπόδοσης της συνεισφοράς του ασφαλισμένου κατά τα χρόνια
εργασίας του.
Όσον αφορά την ελάχιστη σύνταξη (minimum pension), την οποία έχουν υιοθετήσει
αρκετά κράτη στον κόσμο, αυτή ενισχύει κάθε συνταξιούχο με χαμηλή σύνταξη,
ακόμα και αν αυτός έχει άλλα εισοδήματα. Παράλληλα, η κοινωνική πρόνοια (social assistance) ως
σύστημα συνταξιοδότησης βοηθά όλους εκείνους που έχουν πιο χαμηλές συντάξεις,
ωστόσο σε αυτήν την περίπτωση η βοήθεια είναι ανάλογη της οικονομικής
κατάστασης εισοδημάτων του συνταξιούχου.
Επιπλέον της βασικής και ελάχιστης σύνταξης, υπάρχει η σύνταξη με βάση
την ασφαλιστική πορεία του ασφαλισμένου (defined benefit, DB). Ορισμένες χώρες όπως η
Ελβετία και η Ολλανδία έχουν υποχρεωτική ιδιωτική ασφάλιση, ενώ σε άλλες είναι
προαιρετική, όπως στην Ελλάδα. Το εισόδημα συνταξιοδότησης εξαρτάται από τα
χρόνια και τα κεφάλαια συνεισφοράς του εργαζόμενου πριν τη συνταξιοδότηση, όπως
και από τα κεφάλαια καταθέσεων τα οποία έχει συσσωρεύσει από τα χρόνια εργασίας
του.
Άλλες χώρες όπως η Γερμανία, έχουν ένα σύστημα βαθμολόγησης (points schemes) με βάση
το ύψος του εισοδήματος του εργαζομένου. Όταν οι ασφαλισμένοι φθάσουν σε ηλικία
συνταξιοδότησης, τότε το άθροισμα των βαθμών σύνταξης πολλαπλασιάζεται με έναν
αριθμό που υπολογίζει την αξία σύνταξης εκείνης της περιόδου, και συνεπώς
καταλήγει στην απόδοση μίας δίκαιης για την εποχή σύνταξης με βάση το χρόνο
εργασίας.
Με βάση το σύστημα συνεισφοράς (defined contribution, DC) σε κράτη όπως η Σουηδία και η
Δανία, τα κεφάλαια που καταθέτει ο ασφαλισμένος στον προσωπικό του ασφαλιστικό
λογαριασμό επενδύονται από τους αρμόδιους ιδιωτικούς ή μη φορείς, και κατά τη
στιγμή συνταξιοδότησης αυτά επιστρέφονται αυξημένα με τη μορφή σύνταξης.
Σε άλλες χώρες όπως η Ιταλία και η Νορβηγία, υπάρχουν συστήματα (notional-accounts schemes) όπου τα παραπάνω κεφάλαια
υπάρχουν εικονικά σε λογαριασμούς, δηλαδή εξυπηρετούν τρέχοντα έξοδα αλλά
ταυτόχρονα αποτυπώνονται για το μέλλον του ασφαλισμένου ως καταβληθέντα. Αυτό
το σύστημα ωστόσο έχει έντονο το στοιχείο της κατάρρευσης, αφού η μη πραγματική
ύπαρξη των κεφαλαίων και μία πιθανή χρεοκοπία του ασφαλιστικού οργανισμού που
τα συσσωρεύει, μπορεί να οδηγήσει σε απώλειες και λογιστικό κενό στο
ασφαλιστικό σύστημα, αντίστοιχη περίπτωση δηλαδή με το Ελληνικό ασφαλιστικό σύστημα.
0 comments:
Post a Comment