Σε μακρόχρονη δημοσιονομική επίβλεψη θα βρεθεί η Ελλάδα,
καθώς μετά την τελευταία συμφωνία υποχρεώνεται να επιτυγχάνει πρωτογενή
πλεονάσματα σε ετήσια βάση τουλάχιστον 3.5% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος
(ΑΕΠ) έως το έτος 2022, και 2% έως το έτος 2060.
Αν και για πρώτη
φορά οι Ευρωπαίοι έβαλαν στη συζήτηση και τη σημαντική παράμετρο της σύνδεσης
της αποπληρωμής του χρέους με την ανάπτυξη, εντούτοις είναι αντιληπτό ότι όταν
αναφερόμαστε σε μια μακρά περίοδο που φτάνει έως το 2060, κανένας δε μπορεί να
γνωρίζει την πραγματική οικονομία του μέλλοντος. Άλλωστε, ακόμα και τα πολιτικά
πρόσωπα που αποφάσισαν σήμερα για μία τόσο μεγάλη χρονική περίοδο, όπως είναι
ανθρωπίνως φυσικό, δε θα υπάρχουν τότε.
Έτσι, η παραπάνω δέσμευση είναι περισσότερο μία συμφωνία στα χαρτιά παρά ως η αντιστοίχιση με το μέλλον της χώρας, και λειτουργεί ως ένα αυστηρό μήνυμα εποπτείας, ώστε οι επόμενες γενιές πολιτικών και πολιτών να γνωρίζουν εκ των προτέρων το πώς θα πρέπει να λειτουργεί η Ελλάδα. Η λήψη πρόσθετων μέτρων λιτότητας ώστε οι χρηματοδοτικές ανάγκες να παραμείνουν μεσοπρόθεσμα κάτω του 15% του ΑΕΠ και στη συνέχεια κάτω του 20% είναι σε κάθε περίπτωση αναμενόμενες.
Ακόμα, η σύνδεση
της ανάπτυξης με την αποπληρωμή των χρεών σημαίνει αυτομάτως ότι η Ελλάδα θα
αποπληρώνει περισσότερο χρέος όταν έχει μεγάλη ανάπτυξη, ενώ θα επιμηκύνεται η
αποπληρωμή σε περιόδους ύφεσης. Υπό αυτήν την έννοια εάν σε ένα χρόνο η Ελλάδα
παρουσιάσει υψηλό ρυθμό ανάπτυξης στην πράξη δε θα μπορέσει να τον αξιοποιήσει,
αφού τα κέρδη θα οδηγηθούν απευθείας στους δανειστές. Πρόκειται για μία ροή
χρήματος δηλαδή η οποία δεν επιτρέπει τη βιώσιμη ανάπτυξη, αλλά αντίθετα
επιβάλλει ένα ρυθμό αύξησης του ρυθμού αποπληρωμής του χρέους, ενώ την ίδια
στιγμή οι φορολογούμενοι πολίτες δε θα αντιλαμβάνονται την αύξηση του ΑΕΠ στο
πορτοφόλι τους.
Όπως ήδη έχω
αναφέρει πάρα πολλές φορές από την αρχή της κρίσης η Ελλάδα έχει χάσει κάθεδιαπραγματευτική ισχύ. Οι συνεδριάσεις γίνονται με τη χώρα να μη μπορεί να
συμμετέχει ενεργά στις αποφάσεις για το δικό της μέλλον, και ακολούθως οι
δανειστές μπορούν να επιβάλλουν μορφές οικονομικής πολιτικής οι οποίες έχουν
στόχο την αποπληρωμή των χρεών με ανυπολόγιστες καταστροφές στην πραγματική
οικονομία. Μάλιστα, υπάρχει μία περίοδος μεταξύ 2023 και 2056 όπου οι
αποπληρωμές του χρέους δεν πέφτουν κάτω του ορίου των 6-10 δισ. ευρώ, δίχως να
συνυπολογίζονται οι χρηματοδοτικές ανάγκες που θα καλυφθούν μέσω των αγορών και
όχι μέσω νέων δανείων. Τέλος, θα πρέπει να αναρωτηθούμε τι θα γίνει εάν αντί
για την αναμενόμενη ανάπτυξη η Ελλάδα συνεχίζει να παρουσιάζει ύφεση. Τότε η
συμφωνία δε θα έχει κανένα απολύτως πρακτικό νόημα.
0 comments:
Post a Comment